- ζωόδωρος
- ζωόδωρος, -ον (Μ)αυτός που δωρίζει τη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι)* + -δωρος (< δώρον), πρβλ. αγλαό-δωρος, ολβιό-δωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ԿԵՆԸՆԾԱՅ — ( ) NBH 1 1088 Chronological Sequence: 6c ա. ζωόδωρος vitam donans. Որ ընծայէ զկեանս, կենսառիթ. կենցաղօգուտ ինչ. *Ի ձեռն երկոցուն (առն եւ կնոջ) համակամ մտերմութեան կենընծայ բոլորափառութեան ամենեցուն պատահեսցէ: Նոյ զհասարակաց կենընծայ հիմանէ բուռն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)